ἄλλος

ἄλλος
ἄλλος (-ος, -ῳ, -ον; -οι, -ων, -οιςι), -ους: -ας, -ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις: -ο, -ου, -ο; -α, -ων, -οις, -α) A adj.
1 other, another, opposed to preceding.
a

ἐπί τι καὶ πῆμ' ἄγει παλιντράπελον ἄλλῳ χρόνῳ O. 2.37

ἄλλον αἴνησεν γάμον P. 3.13

ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ ἄλλων τε μόχθων ἐν πολυφθόροις ἁμέραις N. 8.31

οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν (i. e. ὑψηλοτέρας) N. 9.47
b = ἄλλος τις. σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν· φθονερὰ δἄλλος ἀνὴρ βλέπων (ἆλλος coni. Lobel.) N. 4.39
c combined with other adj.

μηκέτ' ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον O. 1.6

ἄλλαι δὲ δὔ ἐγένοντ' ἔπειτα χάρμαι O. 9.86

κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ I. 8.34

d =

πᾶς ἄλλος. ἄνθεμα φλέγει, τὰ μὲν χερσόθεν , ὕδωρ δ' ἄλλα φέρβει O. 2.73

ἅλιξιν σὺν ἄλλοις P. 4.187

τὰ δἄλλαις ἁμέραις φάσομαι N. 9.42

Ἀοσφόρος θαητὸς ὣς ἄστροις ἐν ἄλλοις I. 4.24

φαίης κέ νιν ἄνδρ' ἐν ἀεθληταῖσιν ἔμμεν Ναξίαν πέτραις ἐν ἄλλαις χαλκοδάμαντ ἀκόναν I. 6.73

Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.55

2 fig. μόχθον ἄλλοις ἀμφέπει δύστανον ἐν τείχεσιν (= ἄλλοθι, ἐν τείχεσιν, Schr.: cf. Fraenkel on Agam. 437.) P. 4.268
3 combined with another ἄλλο-word.

ῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἔβαν O. 2.33

Διαγόρας ἐστεφανώσατο κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ (sc. νίκαν. one victory after another) O. 7.82

ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13

ἐγκωμίων γὰρ ἄωτος ὕμνωνἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54

διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου N. 3.6

μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς (Tric.: ἄλλος, ἄλλος ἄλλοις codd.) I. 1.47 combined with

τις. ἄλλοις δέ τις ἐτέλεσσεν ἄλλος ἀνὴρ εὐαχέα βασιλεῦσιν ὕμνον P. 2.13

second ἄλλος suppressed, ἐντὶ γὰρ ἄλλαι ὁδῶν ὁδοὶ περαίτεραι some lead further than others O. 9.104 B subs.
1 another, others (once neut.)
a

κεῖνος χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν O. 2.99

μῶμος ἐξ ἄλλων κρέμαται φθονεόντων τοῖς O. 6.74

ἐπιχώριος οὐ ξείναν ἱκάνω γαῖαν ἄλλωνP. 4.118

φυᾷ δ' ἕκαστος διαφέρομεν βιοτὰν λαχόντες, ὁ μὲν τά, τὰ δ ἄλλοι N. 7.55

εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ (i. e. “non ita divitibus.” Schmid.) I. 1.68
b =

πᾶς ἄλλος. κεῖναι γὰρ ἐξ ἀλλᾶν ὁδὸν ἁγεμονεῦσαι ταύταν ἐπίστανται O. 6.25

κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα περαίτερον ἄλλων O. 8.63

εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους (Hartung: ἄλλων codd.: ἄλλον Morel.) N. 11.13

μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3

2 combined with another ἄλλο-word.
aἄλλοισι δ' ἄλλοι μέγαλοι (ἀλλοίοισι coni. Blumenthal: ἐπ' ἄλλοις byz.) O. 1.113

ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11

ἄλλα δ' ἐπ ἄλλον ἔβαν ἀγαθῶν O. 8.12

τοὺς μὲν ὦν λύσαις ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.50

δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει bis P. 8.77

διψῇ δὲ πρᾶγος ἄλλο μὲν ἄλλου N. 3.6

ἄλλοισι δ' ἅλικες ἄλλοι N. 4.91

ἄλλα δ' ἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δαἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 2.
b n. pl. ἄλλα combined with ἄλλοτε. ἄλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς this way and that P. 2.85 ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί of inconstant purpose N. 3.41 αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν changes this way and that I. 3.18
c repeated in enumeration. τεῖρε δὲ στερεῶς ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν], τὰν δὲ αὐχένα φέροισαν (sc. ἵππον.) fr. 169. 30. C frag. ]ας ἄλλοι[ fr. 215b. 3.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἅλλος — ἄλλος , ἄλλος y masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλος — y masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο αόριστη αντωνυμία 1. φανερώνει κάτι διαφορετικό από τα ως τα τώρα γνωστά: Άλλα απ αυτά που βλέπεις δεν έχω. 2. διαφορετικός, αλλιώτικος: Να τον δεις, έγινε άλλος άνθρωπος. 3. στην αρχή δύο ή περισσότερων διαδοχικών προτάσεων χωρίς άρθρο,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Alter Hercules = οὗτος ἄλλος Ἡρακλῆς. — См. Геркулес …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἄλλω — ἄλλος y neut nom/voc/acc dual ἄλλος y masc nom/voc/acc dual ἄλλος y neut gen sg (doric aeolic) ἄλλος y masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλα — ἄλλος y neut nom/voc/acc pl ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc/acc dual ἄλλᾱ , ἄλλος y fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλων — ἄλλος y neut gen pl ἄλλος y fem gen pl ἄλλος y masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἄλλος — ἄλλος , ἄλλος y masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλαι — ἄλλος y fem nom/voc pl ἄλλᾱͅ , ἄλλος y fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄλλοιν — ἄλλος y neut gen/dat dual ἄλλος y masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”